- Καρνειάσιον
- Καρνειάσιον, τό, (sc. ἄλσος)A grove sacred to Apollo Carneus, IG 5(1).1390.54, al. (Andania, i B. C.): written [full] Καρνάσιον in Paus.4.33.5, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Καρνειάσιος — Καρνειάσιος, α, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. Καρνειάσιον και Καρνάσιον (ενν. άλσος) ιερό τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κάρνειο ή Καρνέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνειος + κατάλ. άσιον κατά το γυμν άσιον] … Dictionary of Greek